- ηνία
- Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή κατευθύνει το υποζύγιο από άμαξα. Οι αρχαίοι ονόμαζαν η. και το σίδερο του χαλιναριού που περνούσε μέσα από το στόμα του ζώου.
(Ανατ.) Ο όρος χρησιμοποιείται και στην ανατομία.
η. κωναρίου.Οι δυο λευκές δεσμίδες ινών, που ξεκινούν από τη βάση του κωναρίου του ματιού, και καταλήγουν στις μυέλινες ουσίες του οπτικού θαλάμου.
η. ουρηθριαία.Οιδύο παράλληλες πτυχές που σχηματίζονται στη μέση του προδρόμου της γυναικείας ουρήθρας, από το στόμιό της προς την κλειτορίδα.
η. τυφλού εντέρου.Δεσμίδα μυώνων, η οποία ενισχύει την κάμψη του τυφλού εντέρου στη γωνία που σχηματίζει το τελευταίο στο σημείο που στρέφεται προς το λεγόμενο ανιόν κόλον.
Τα ηνία διαφέρουν ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος ή κατευθύνει το υποζύγιο από άμαξα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *(I)η (Α ἡνία, δωρ. τ. ἁνία)1. ηνίο, χαλινός, χαλινάρι, γκέμι («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», Αισχύλ.)2. μτφ. διακυβέρνηση, διεύθυνση, διοίκηση («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», Αριστοφ.)αρχ.1. δερμάτινο λουρί με το οποίο έδεναν τα υποδήματα2. φρ. στρ. «ἐφ' ἡνίαν» — προς τα αριστερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀννία, με απλοποίηση τών δύο -ν- και αντέκταση τού α- σε η- < *ἀνσία, με αφομοίωση. Η δασύτητα τής λ. δεν ερμηνεύεται με βεβαιότητα και μάλλον δεν είναι αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. ē(i)si, ενώ η συσχέτιση με λατ. ānsa «λαβή» και λιθ. āsa, με την ίδια σημασία, δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (ἡνίαι), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. (ἡνία) προφανώς για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως ἡνίαι επιβεβαιώνεται ως αρχικός από μυκηναϊκή a-ni-ja «ηνία» και οργανική πληθ. a-ni-ja-pi.ΠΑΡ. νεοελλ. ηνιακός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ηνίοχοςαρχ.ηνιοποιός, ηνιορράφος, ηνιόστροφος, ηνιοστρόφος(Β συνθετικό) ευήνιος, δυσήνιος, πειθήνιοςαρχ.ανήνιος, φιλήνιος, χρυσήνιος].————————(II)τα (AM ἡνία, Α δωρ. τ. ἁνία)πληθ. τού ηνίο*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηνία, η].
Dictionary of Greek. 2013.